ἐπεικάζω

ἐπεικάζω
ἐπεικ-άζω,
A surmise, guess, ἦ καὶ δάμαρτα τήνδ' ἐπεικάζων κυρῶ κείνου; am I right in surmising that she is his wife? S.El.663;

τάσδ' ἐπεικάσας τύχω χοὰς φερούσας; A.Ch.14

, cf. 567; ὡς ἐπεικάσαι πάθη πάρεστι as one may read the riddle of their fates, ib.976; ὡς ἐπεικάσαι as far as one may guess, Hdt.9.32; ὅσ' ἐπεικάσαι (Bothe for ὡς) S.OC 152 (lyr.);

ὥς γ' ἐπεικάζειν ἐμέ Id.Tr.1220

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπεικάζω — surmise pres subj act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres ind act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres subj act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεικάζω — ἐπεικάζω (Α) εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπεικάζειν — ἐπεικάζω surmise pres inf act (attic epic) ἐπεικάζω surmise pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεικάζων — ἐπεικάζω surmise pres part act masc nom sg ἐπεικάζω surmise pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεικάσαι — ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ , ἐπεικάζω surmise aor opt act 3rd sg ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεικάσας — ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem acc pl (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem gen sg (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem acc pl (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικῶν — ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act masc voc sg ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act neut nom/voc/acc sg ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐπιεικής fitting masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικάζω — (AM εἰκάζω) συμπεραίνω νεοελλ. (παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται μού φαίνεται αρχ. 1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω 2. παραβάλλω, παρομοιάζω 3. περιγράφω με παρομοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το… …   Dictionary of Greek

  • επεικασμός — ἐπεικασμός, ο (Α) [επεικάζω] συμπέρασμα, εικασία («χρώμενος ἐπεικασμῷ πρὸς τετυπωμένον», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”